μετάβουλος

μετάβουλος
μετάβουλος, -ον (Α)
αυτός που μεταβάλλει την απόφαση του, που αλλάζει το φρόνημά του («ἀποκρίνεσθαι δεῑται νυνὶ πρὸς Ἀθηναίους μεταβούλους», Αριστφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -βουλος (< βουλή «σκέψη, απόφαση»), πρβλ. σύμ-βουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταβούλους — μετάβουλος changing one s mind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”